λογοκλοπή

λογοκλοπή
η
βλ. λογοκλοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λογοκλοπία — και λογοκλοπή, η (Α λογοκλοπία) η κλοπή, η ιδιοποίηση ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κλοπία (< κλόπος < κλέπτω), πρβλ. πυρο κλοπία] …   Dictionary of Greek

  • συνερανισμός — ὁ, Α [συνερανίζω] 1. συνεισφορά από κοινού με άλλους 2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Σαρντού, Βικτοριέν — (Sardou). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας (Παρίσι 1831 Μαρλύ 1908). Εγκατάλειψε τις ιατρικές σπουδές για v’ ασχοληθεί με το θέατρο, αλλά για μερικά χρόνια δεν κατόρθωσε v’ ανεβάσει στη σκηνή τα έργα του, και η πρώτη κωμωδία του (Η ταβέρνα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”